- μεγαλόμισθος
- μεγαλόμισθος, -ον (Α)αυτός που αμείβεται με μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + μισθός (πρβλ. υψηλό-μισθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλόμισθος — receiving high pay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομίσθοις — μεγαλόμισθος receiving high pay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομίσθους — μεγαλόμισθος receiving high pay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομίσθων — μεγαλόμισθος receiving high pay masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόμισθοι — μεγαλόμισθος receiving high pay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
τρεκινάριος — ὁ, Α στρατιωτικός που είχε μεγάλο μισθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trecenarius «μεγαλόμισθος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek